Μήνας: Σεπτέμβριος 2008
Οι θέσεις της Ο.Λ.Μ.Ε. για τη νέα εγκύκλιο για τον προγραμματισμό της ύλης
Ύστερα από ένα δεκαπενθήμερο κατά το οποίο το Υπουργείο Παιδείας ταλαιπώρησε τα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας με τη γνωστή «εγκύκλιο Νικολόπουλου», η οποία αφορούσε τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου, επανήλθε με νέα, διορθωτική εγκύκλιο, με την οποία προσπαθεί να συμμαζέψει «τα ασυμμάζευτα». Σύμφωνα με αυτή, καλούνται οι διευθυντές των σχολικών μονάδων να φυλάσσουν στο γραφείο τους αντίγραφα των θεμάτων, των τεστ, των πρόχειρων διαγωνισμάτων καθώς και της ύλης στην οποία εξετάστηκαν οι μαθητές του σχολείου τους, ώστε να ενημερωθούν σχετικά οι σχολικοί σύμβουλοι. Ζητά, δηλαδή, συνενόχους και μεταθέτει ευθύνες.
Και αυτή η εγκύκλιος συνάντησε εύλογα την αντίδραση της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Καλούμε την πολιτική ηγεσία του Υπουργείο Παιδείας να ασχοληθεί με τα μείζονα προβλήματα της εκπαίδευσης και να αφήσει τους ατελέσφορους διοικητικούς πειραματισμούς, οι οποίοι επιπλέον ανοίγουν το δρόμο για επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων.
- Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας να αποσύρει και αυτή την εγκύκλιο.
- Καλούμε τους εκπαιδευτικούς να πράξουν το παιδαγωγικό έργο τους με γνώμονα τις ανάγκες των μαθητών μας και σύμφωνα με την καθιερωμένη εκπαιδευτική και παιδαγωγική πρακτική. Καλούμε, δηλαδή, τους εκπαιδευτικούς να αγνοήσουν και τη νέα εγκύκλιο!
Οι θέσεις της Ο.Λ.Μ.Ε. για τη νέα εγκύκλιο για τον προγραμματισμό της ύλης
Υπόμνημα της Ο.Λ.Μ.Ε. για την Π.Δ.Σ.
Κύριε Υπουργέ,
Κύριε Υφυπουργέ,
Το θετικό γεγονός ότι προβλέπεται, σύμφωνα με τη σχετική απόφασή σας (αρ. πρ. 113813/γ7/4-9-08), η δυνατότητα έναρξης της Πρόσθετης ∆ιδακτικής Στήριξης (Π.∆.Σ.) από την αρχή του διδακτικού έτους υπονομεύεται από τις ρυθμίσεις της ίδιας της απόφασης.
Συγκεκριμένα:
1. Η Π.∆.Σ. ταυτίζεται πλέον με την Ενισχυτική ∆ιδασκαλία στα Γυμνάσια, με μια σημαντική διαφορά: Την ευθύνη για το σχεδιασμό και τη λειτουργία της συνεχίζουν να έχουν τα ίδια όργανα (σχεδιαστής-αξιολογητής κ.λπ. και εντέλει ο ∆ιευθυντής ∆ιεύθυνσης), ενώ την ευθύνη για τη λειτουργία της Ενισχυτικής ∆ιδασκαλίας έχει ο σύλλογος διδασκόντων, σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε σχολείου. Αυτό σημαίνει πως ο συγκεντρωτισμός και ο διοικητισμός επικρατούν σε ένα θεσμό που κατεξοχήν απαιτεί, από τη φύση του, όσο το δυνατόν πιο ανοικτές και δημοκρατικές λειτουργίες.
2. Η ταύτιση αυτή της Π.∆.Σ. με την Ενισχυτική ∆ιδασκαλία, που σχετίζεται κυρίως με το ζήτημα της χρηματοδότησης της Π.∆.Σ. από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, έχει σοβαρές συνέπειες στην αμοιβή αλλά και στις εργασιακές συνθήκες των συναδέλφων. Έτσι, αντί να αυξηθεί η ωριαία αντιμισθία για τους ωρομισθίους –πάγιο αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος- η αμοιβή μονίμων, αναπληρωτών και ωρομισθίων εξισώνεται προς τα κάτω. Ενώ, δηλαδή, οι μόνιμοι και αναπληρωτές μέχρι τώρα αμείβονταν με 19,08 € / ώρα μεικτά, στη φετινή προκήρυξη αναφέρεται ότι οι ώρες διδασκαλίας στην Π.∆.Σ. θεωρούνται υπερωρίες. Αποτέλεσμα αυτών είναι οι εκπαιδευτικοί να αμείβονται με 9 € / ώρα μεικτά. Να σημειώσουμε πως η αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση δεν έχει αυξηθεί καθόλου από τις 31/12/1996(!!).
3. Το γεγονός πως ο μόνιμος ή αναπληρωτής συνάδελφος μπορεί επίσης να υποχρεώνεται να συμπληρώσει το υποχρεωτικό του ωράριο στην Π.∆.Σ. ή να του ανατίθενται ώρες υποχρεωτικής υπερωριακής απασχόλησης, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αλλάζει δραματικά τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών στο σχολείο, καθώς θα υποχρεώνονται να εργάζονται την ίδια ημέρα σε διαφορετικά ωράρια.
4. Ένα σημαντικότατο ζήτημα, που δεν μπορούμε να παραλείψουμε, είναι ότι η Υπουργική Απόφαση εισάγει την αξιολόγηση από την πίσω πόρτα στο σχολείο. Προβλέπει, συγκεκριμένα, τη συμπλήρωση τυποποιημένων εντύπων αξιολόγησης, ανώνυμα, από μαθητές/τριες και καθηγητές/τριες, ενώ παράλληλα απαιτείται να καταχωρίζονται ηλεκτρονικά και να εκτυπώνονται τα στοιχεία επίδοσης των μαθητών τόσο στις προαγωγικές εξετάσεις της Α ́ και της Β ́ Λυκείου όσο και στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Το γεγονός αυτό παραπέμπει απευθείας στη λογική των μετρήσιμων δεικτών αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και μάλιστα σε εθνική κλίμακα.
5. Η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα στους 7 ως 14, από 5 ως 10, που ήταν παλαιότερα, θα δημιουργήσει τεράστιες δυσκολίες και εντέλει ακυρώνει το όποιο αντισταθμιστικό αποτέλεσμα δυνάμει προκύπτει μέσα από το θεσμό αυτό.
6. Στις προσλήψεις ωρομισθίων εκπαιδευτικών για την Π.∆.Σ. επικρατούν η αδιαφάνεια και η πελατειακή – κομματική ευνοιοκρατία, παρά το γεγονός πως αυτή η προϋπηρεσία υπολογίζεται «για το μόνιμο διορισμό». Έτσι, στην εγκύκλιο, όσον αφορά τους ωρομίσθιους, ορίζεται ότι προσλαμβάνονται από τον ∆ιευθυντή ∆ιεύθυνσης, ύστερα από εισήγηση του Προϊσταμένου Γραφείου, από τον πίνακα ωρομισθίων της ∆ιεύθυνσης βάσει των αιτήσεων, χωρίς να αναφέρονται ούτε τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία καταρτίζονται οι πίνακες ούτε τα κριτήρια πρόσληψης. Οι ωρομίσθιοι, όπως εξάλλου και κάθε εκπαιδευτικός, ανακαλούνται επίσης από το ∆ιευθυντή ∆ιεύθυνσης, «αν δεν ανταποκρίνονται στο έργο τους».
7. Σας είναι γνωστό πως από την περσινή χρονιά μένουν απλήρωτοι οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί, οι εκπαιδευτικοί (μόνιμοι και ωρομίσθιοι) που δίδαξαν στην Πρόσθετη ∆ιδακτική Στήριξη, αλλά και πολλοί εκπαιδευτικοί που εργάστηκαν υπερωριακά, και σε ορισμένες περιπτώσεις εκπαιδευτικοί που εργάστηκαν σε διάφορες εργασίες των πανελλαδικών εξετάσεων κ.λπ. Είναι απαράδεκτη αυτή η εκκρεμότητα, γιατί, πέρα από την εργασιακή περιπλάνηση και την οικονομική εξαθλίωση, κυρίως των ωρομίσθιων εκπαιδευτικών, υποσκάπτει και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς θεσμούς.
8. Πρέπει να εξεταστούν πιο συστηματικά ορισμένες ρυθμίσεις παιδαγωγικού χαρακτήρα στη λειτουργία του θεσμού, όπως για παράδειγμα η αυτόματη διαγραφή μαθητών/-τριών που δεν κάλυψαν σε μια περίοδο (εβδομάδας;) το 50% των ωρών του προβλεπόμενου προγράμματος, χωρίς να εξετάζονται οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτό. Επίσης, πρέπει να απαλειφθεί η πρόβλεψη για το ανώτατο όριο του 35% των μαθητών/-τριών ανά τμήμα και μάθημα. Στην Π.∆.Σ. πρέπει να συμμετέχουν όλοι οι μαθητές/-τριες που έχουν ανάγκη ενίσχυσης.
9. Τέλος, είναι χωρίς λογική η πρόβλεψη της απόφασης πως για να συμμετάσχει ο ωρομίσθιος εκπαιδευτικός στην Π.∆.Σ. πρέπει, εκτός από το να μην είναι ιδιοκτήτης ή μέτοχος φροντιστηρίου -που είναι σωστό-, να μην εργάζεται σε φροντιστήριο και να μην παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα. Θεωρεί, δηλαδή, ο συντάκτης της εγκυκλίου ότι είναι δυνατόν ένας ωρομίσθιος εκπαιδευτικός να ζήσει μόνο με την αμοιβή της Π.∆.Σ. (με 10 ώρες προβλεπόμενο ανώτατο όριο την εβδομάδα), όταν μάλιστα αυτή όχι μόνο είναι εξευτελιστική (7 € ανά ώρα) αλλά και με δεδομένο ότι πάντα, μέχρι και σήμερα, η καταβολή των δεδουλευμένων πραγματοποιείται την επόμενη ή την μεθεπόμενη χρονιά!!
Κύριε Υπουργέ,
Κύριε Υφυπουργέ,
Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις το ∆.Σ. της ΟΛΜΕ επαναφέρει τα αιτήματα του κλάδου μας και ζητεί:
- να διασφαλιστούν όλες οι οικονομικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών της Π.∆.Σ. και της Ενισχυτικής ∆ιδασκαλίας
- να επανέλθει ο αριθμός μαθητών ανά τμήμα στους 5 ως 10
- να δημιουργηθεί πίνακας εκπαιδευτικών που επιθυμούν να εργαστούν στην Π.∆.Σ. ανά ∆ιεύθυνση Εκπαίδευσης, με βάση τη συνολική προϋπηρεσία που έχουν οι υποψήφιοι στον πίνακα αναπληρωτών, και να ακολουθεί πίνακας με βάση την ημερομηνία λήψης πτυχίου. Οι προσλήψεις να γίνονται από κάθε ∆ιεύθυνση ∆ευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης υποχρεωτικά και μόνο από αυτούς τους πίνακες. Οι πίνακες αυτοί να δημοσιοποιούνται σε κάθε ∆ιεύθυνση αλλά και στο ∆ιαδίκτυο
- να διπλασιαστεί άμεσα η αμοιβή (ωρομίσθιο) για την Π∆Σ, την ενισχυτική διδασκαλία και την υπερωρία και να συνδεθεί με τις αποδοχές των μόνιμων εκπαιδευτικών
- να εξοφληθούν άμεσα οι οικονομικές εκκρεμότητες προς τους εκπαιδευτικούς και όλες οι υπόλοιπες από την προηγούμενη χρονιά
- να συσταθεί, τέλος, ομάδα εργασίας από εξειδικευμένους επιστήμονες/παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς, με συμμετοχή και εκπροσώπων της ΟΛΜΕ, που θα μελετήσει την ως τώρα λειτουργία του θεσμού και θα προτείνει μέτρα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της. Στο πλαίσιο αυτό είναι σκόπιμο να συνεξεταστούν και εναλλακτικές ή ευρύτερες αντισταθμιστικές πολιτικές, όπως είναι οι Ζώνες (Περιοχές) Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ ή ΠΕΠ), με την αξιοποίηση τόσο των πορισμάτων σχετικής έρευνας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών για τις Περιοχές Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας –που, ας σημειωθεί, πρέπει να επαναληφθεί, ώστε να επικαιροποιηθούν τα στοιχεία της- όσο και σχετικής έρευνας του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ. για τις Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας.
Συμπερασματικά, εάν δεν ικανοποιηθούν τα παραπάνω αιτήματα, η αναγκαία αντισταθμιστική διδασκαλία και η στήριξη των μαθητών/μαθητριών μας μέσα από τις εκπαιδευτικές δομές θα θυσιαστεί για μια ακόμη φορά στο βωμό των αγοραίων λογικών και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Η Π.∆.Σ. θα απαξιωθεί και θα χρησιμοποιηθεί όχι ως εργαλείο αναβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης αλλά ως μοχλός εργασιακής πίεσης.
Διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών
Με αφορμή το δημόσιο διάλογο για το χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση και τη δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση παρακολούθησής του, το ∆.Σ. της ΟΛΜΕ επισημαίνει τα εξής.
Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές πεποιθήσεις, είναι υπόθεση αμιγώς προσωπική κάθε πολίτη και κανένας δεν πρέπει να υποχρεώνεται να «ομολογεί» ή να δηλώνει τις πεποιθήσεις του σε τρίτους. Το Σύνταγμα εξάλλου θεωρεί την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κάθε πολίτη απαραβίαστη (άρθρο 13). Ακόμη και η διάταξη του άρθρου 16 του Συντάγματος που αναφέρεται στην καλλιέργεια και της θρησκευτικής συνείδησης δεν οδηγεί σε υποχρέωση παροχής από τα σχολεία θρησκευτικής αγωγής προσανατολισμένης σε συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα ή θρήσκευμα. Κάτι τέτοιο είναι έργο και ευθύνη της οικογένειας και της Εκκλησίας, και όχι της Πολιτείας. Η εξέταση του θρησκευτικού φαινομένου ως ιστορικής και παρούσας πραγματικότητας είναι αυτό που πρέπει να αποτελεί οντολογικό στοιχείο του σχολικού προγράμματος.
Θεωρούμε αναγκαίο, στην παρούσα φάση, να γίνεται η υπεύθυνη δήλωση απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, και μάλιστα χωρίς να δηλώνεται ο λόγος της συγκεκριμένης επιλογής, όπως προβλέπεται από την αρ. πρωτ. 91109/Γ2/10.7.2008 πρόσφατη εγκύκλιο του Υπ. Παιδείας. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωση αποκάλυψης, έστω και αρνητικά (λ.χ. με δήλωση του τύπου «δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος»), των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων των μαθητών και μαθητριών, όπως άλλωστε αποφάνθηκε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Γενικότερα, η άποψή μας είναι ότι πρέπει να εξεταστεί συνολικά το ζήτημα του χαρακτήρα και του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών, ώστε η διδασκαλία του να μην αντιστρατεύεται τα δικαιώματα του παιδιού και του ανθρώπου γενικότερα. Σύμφωνα με τη ∆ιεθνή Σύμβαση για τα ∆ικαιώματα του Παιδιού (άρθρο 14), τα κράτη -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- που έχουν αποδεχτεί και συνυπογράψει τη ∆ιεθνή Σύμβαση «… σέβονται το δικαίωμα του παιδιού για ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας», και μάλιστα «… κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του.» Όπως προσθέτουν έγκριτοι νομικοί κύκλοι, ο αμυντικός χαρακτήρας του δικαιώματος αυτού δεν υποχρεώνει το κράτος μόνο σε απλή αποχή από κατηχητικούς επηρεασμούς, αλλά επιτρέπει και μάλιστα επιτάσσει τη δημιουργία του νομικού πλαισίου και τη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας που καθιστούν
δυνατή την άσκηση των παραπάνω ελευθεριών. Επιβάλλει, δηλαδή, τη λήψη θετικών μέτρων εκ μέρους του Κράτους όχι για το σχηματισμό μιας συγκεκριμένης συνείδησης αλλά ακριβώς για τον ελεύθερο σχηματισμό οποιασδήποτε συνείδησης. Συνάγεται, επίσης, η υποχρέωση του κράτους να παρέχει τη δυνατότητα απαλλαγής του παιδιού από τη θρησκευτική εκπαίδευση, όταν αυτή έχει κατηχητικό και όχι θρησκειολογικό χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να εξεταστεί το όλο ζήτημα του χαρακτήρα και του περιεχομένου του σχετικού μαθήματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η επιστημονική βάση και η αντικειμενικότητά του, δηλαδή να έχει χαρακτήρα θρησκειολογικό. Σε αυτή την περίπτωση διασφαλίζεται η απρόσκοπτη συμμετοχή όλων των μαθητών/-τριών σε αυτό. Ένα τέτοιο μάθημα μπορεί να προσεγγίζει κριτικά και επιστημονικά το φαινόμενο της θρησκείας στην κοινωνιολογική, ιστορική, αισθητική, πολιτιστική και πολιτική ή άλλες διαστάσεις του. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρώνονται ταυτόχρονα και τα εργασιακά δικαιώματα των θεολόγων εκπαιδευτικών.
Στο περιεχόμενο των βιβλίων Θρησκευτικών που διδάσκονται σήμερα υπάρχουν κάποια στοιχεία μετατόπισης προς μια πιο «ανοικτή» προσέγγιση των σχετικών ζητημάτων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά του πλουραλισμού, της αντικειμενικότητας και της ισότιμης μεταχείρισης των διαφορετικών θρησκειών και θρησκευτικών δογμάτων.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στη χώρα μας. Στα σχολεία μας φοιτούν σε μεγάλα ποσοστά ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι μαθητές/-τριες, ενώ υπάρχουν και οι θρησκευτικά αδιάφοροι. ∆εν μπορεί, λοιπόν, παρά να αλλάξει και ο χαρακτήρας του μαθήματος, ώστε να υπηρετεί τη νέα πραγματικότητα.
Τέλος, επιβάλλεται άμεσα να προχωρήσει ο χωρισμός εκκλησίας και πολιτείας, εξέλιξη που θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, να κατοχυρωθεί στην πράξη η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και συνακόλουθα, να θεσμοθετηθεί και να λειτουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα σέβεται τις θρησκευτικές πεποιθήσεις όλων των παιδιών και των γονέων τους.